εκείθεν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκείθεν < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκεῖθεν [1] < ἐκεῖ + -θεν

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈki.θen/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκείθεν

Επίρρημα

εκείθεν

  • (λόγιο, τοπικό επίρρημα) λόγια μορφή του εκείθε
    στην εκείθεν μεριά του Ατλαντικού

Αντώνυμα

  • εντεύθεν
    στην εντεύθεν μεριά του Ατλαντικού

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.