εκγυμναστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εκγυμναστής | οι | εκγυμναστές |
| γενική | του | εκγυμναστή | των | εκγυμναστών |
| αιτιατική | τον | εκγυμναστή | τους | εκγυμναστές |
| κλητική | εκγυμναστή | εκγυμναστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
εκγυμναστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.