εκατοντάδραχμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εκατοντάδραχμο | τα | εκατοντάδραχμα |
| γενική | του | εκατοντάδραχμου | των | εκατοντάδραχμων |
| αιτιατική | το | εκατοντάδραχμο | τα | εκατοντάδραχμα |
| κλητική | εκατοντάδραχμο | εκατοντάδραχμα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ετυμολογία
- εκατοντάδραχμο < ελληνιστική ἑκατοντάδραχμος, μορφολογικά εκατοντάδ(α) + -δραχμο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
εκατοντάδραχμο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.