εισαγωγούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εισαγωγούλα οι εισαγωγούλες
      γενική της εισαγωγούλας
    αιτιατική την εισαγωγούλα τις εισαγωγούλες
     κλητική εισαγωγούλα εισαγωγούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εισαγωγούλα < εισαγωγή + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Ουσιαστικό

εισαγωγούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.