ειρεσιώνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ειρεσιώνη | οι | ειρεσιώνες |
| γενική | της | ειρεσιώνης | των | ειρεσιωνών |
| αιτιατική | την | ειρεσιώνη | τις | ειρεσιώνες |
| κλητική | ειρεσιώνη | ειρεσιώνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ειρεσιώνη < αρχαία ελληνική εἰρεσιώνη < εἶρος
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.ɾe.siˈo.ni/
-
Eiresione στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ειρεσιώνη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.