εικονολήπτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εικονολήπτρια οι εικονολήπτριες
      γενική της εικονολήπτριας των εικονοληπτριών
    αιτιατική την εικονολήπτρια τις εικονολήπτριες
     κλητική εικονολήπτρια εικονολήπτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εικονολήπτρια < εικονολήπτης + -τρια

Ουσιαστικό

εικονολήπτρια θηλυκό

(επάγγελμα)  δείτε τη λέξη  εικονολήπτης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.