εγχειρησούλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εγχειρησούλα | οι | εγχειρησούλες |
| γενική | της | εγχειρησούλας | — | |
| αιτιατική | την | εγχειρησούλα | τις | εγχειρησούλες |
| κλητική | εγχειρησούλα | εγχειρησούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εγχειρησούλα < εγχείρηση + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Μεταφράσεις
εγχειρησούλα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.