εγκόλληση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εγκόλληση | οι | εγκολλήσεις |
| γενική | της | εγκόλλησης* | των | εγκολλήσεων |
| αιτιατική | την | εγκόλληση | τις | εγκολλήσεις |
| κλητική | εγκόλληση | εγκολλήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εγκολλήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
εγκόλληση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.