εγκυκλοπαιδικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγκυκλοπαιδικότητα οι εγκυκλοπαιδικότητες
      γενική της εγκυκλοπαιδικότητας των εγκυκλοπαιδικοτήτων
    αιτιατική την εγκυκλοπαιδικότητα τις εγκυκλοπαιδικότητες
     κλητική εγκυκλοπαιδικότητα εγκυκλοπαιδικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγκυκλοπαιδικότητα < εγκυκλοπαιδικός + -ότητα

Ουσιαστικό

εγκυκλοπαιδικότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του εγκυκλοπαιδικού
  2. η ιδιότητα που επιτρέπει σε κάτι/κάποιον να περιλαμβάνεται ως λήμμα σε μια εγκυκλοπαίδεια ως αξιόλογο θέμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.