εγιαλέτι
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εγιαλέτι | τα | εγιαλέτια |
| γενική | του | εγιαλετιού | των | εγιαλετιών |
| αιτιατική | το | εγιαλέτι | τα | εγιαλέτια |
| κλητική | εγιαλέτι | εγιαλέτια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εγιαλέτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική eyalet < οθωμανική τουρκική ایالت (eyalet)
Ουσιαστικό
εγιαλέτι ουδέτερο
-
εγιαλέτι στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.