εγερσιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εγερσιμότητα | οι | εγερσιμότητες |
| γενική | της | εγερσιμότητας | των | εγερσιμοτήτων |
| αιτιατική | την | εγερσιμότητα | τις | εγερσιμότητες |
| κλητική | εγερσιμότητα | εγερσιμότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εγερσιμότητα < εγέρσιμ(ος) + -ότητα
Συγγενικά
- διεγερσιμότητα
- υπερδιεγερσιμότητα
- → δείτε τη λέξη εγείρω
Μεταφράσεις
εγερσιμότητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.