δωροδόκηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δωροδόκηση | οι | δωροδοκήσεις |
| γενική | της | δωροδόκησης* | των | δωροδοκήσεων |
| αιτιατική | τη | δωροδόκηση | τις | δωροδοκήσεις |
| κλητική | δωροδόκηση | δωροδοκήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, δωροδοκήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δωροδόκηση < ελληνιστική κοινή δωροδόκησις < αρχαία ελληνική δωροδοκέω
Μεταφράσεις
δωροδόκηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.