δωδεκάθεο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δωδεκάθεο τα δωδεκάθεα
      γενική του δωδεκάθεου
& δωδεκαθέου
των δωδεκάθεων
& δωδεκαθέων
    αιτιατική το δωδεκάθεο τα δωδεκάθεα
     κλητική δωδεκάθεο δωδεκάθεα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δωδεκάθεο < (ελληνιστική κοινή) δωδεκάθεον

Ουσιαστικό

δωδεκάθεο ουδέτερο

  1. οι δώδεκα θεοί των Αρχαίων Ελλήνων, οι ανώτερες θεότητες που είχαν για κατοικία τους τον Όλυμπο
  2. η αρχαία ελληνική θρησκεία

Σημειώσεις

Οι πιστεύοντες στη πατρώα πίστη αποφεύγουν την βλάσφημη μερική καταμέτρηση των θείων. Χρησιμοποιούνται αντί αυτού τα: Πατρώα Θρησκεία, Θρησκεία των Πατέρων, Ολυμπία πίστη (σπανιότερα γιατί υπάρχουν και μη ολύμπιοι θεοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.