δωδεκάθεο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δωδεκάθεο | τα | δωδεκάθεα |
| γενική | του | δωδεκάθεου & δωδεκαθέου |
των | δωδεκάθεων & δωδεκαθέων |
| αιτιατική | το | δωδεκάθεο | τα | δωδεκάθεα |
| κλητική | δωδεκάθεο | δωδεκάθεα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δωδεκάθεο < (ελληνιστική κοινή) δωδεκάθεον
Ουσιαστικό
δωδεκάθεο ουδέτερο
Σημειώσεις
Οι πιστεύοντες στη πατρώα πίστη αποφεύγουν την βλάσφημη μερική καταμέτρηση των θείων. Χρησιμοποιούνται αντί αυτού τα: Πατρώα Θρησκεία, Θρησκεία των Πατέρων, Ολυμπία πίστη (σπανιότερα γιατί υπάρχουν και μη ολύμπιοι θεοί)
Μεταφράσεις
δωδεκάθεο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.