δυφιοαυλός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δυφιοαυλός οι δυφιοαυλοί
      γενική του δυφιοαυλού των δυφιοαυλών
    αιτιατική τον δυφιοαυλό τους δυφιοαυλούς
     κλητική δυφιοαυλέ δυφιοαυλοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δυφιοαυλός < σύνθετη λέξη δυφί-ο + αυλός

Ουσιαστικό

δυφιοαυλός αρσενικό

  • (τηλεπικοινωνίες), (ISDN) νοητός σωλήνας μεταξύ πελάτη και τηλεπικοινωνιακού φορέα μέσα από τον οποίο «ρέουν» τα δυφία της επικοινωνίας

Ταυτόσημο

  • ψηφιακός δυφιοαυλός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.