δρυμών

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δρυμών οἱ δρυμῶνες
      γενική τοῦ δρυμῶνος τῶν δρυμώνων
      δοτική τῷ δρυμῶν τοῖς δρυμῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν δρυμῶν τοὺς δρυμῶνᾰς
     κλητική ! δρυμών δρυμῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δρυμῶνε
γεν-δοτ τοῖν  δρυμώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δρυμών (ελληνιστική κοινή) < δρυμ(ός) + -ών < πληθυντικός δρυμά στον Όμηρο < δρῦς

Ουσιαστικό

δρυμών, -ῶνος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.