δρομεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | δρομεύς | οἱ | δρομεῖς - δρομῆς* |
| γενική | τοῦ | δρομέως | τῶν | δρομέων |
| δοτική | τῷ | δρομεῖ | τοῖς | δρομεῦσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | δρομέᾱ | τοὺς | δρομέᾱς |
| κλητική ὦ! | δρομεῦ | δρομεῖς - δρομῆς* | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δρομῆ1 ή δρομεῖ2 | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δρομέοιν | ||
| * αττικός τύπος 1 όπως στη Γραμματική του Smyth 2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου. | ||||
| 3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- δρομεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δρομεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.