δρομεύς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δρομεύς οἱ δρομεῖς - δρομῆς*
      γενική τοῦ δρομέως τῶν δρομέων
      δοτική τῷ δρομεῖ τοῖς δρομεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν δρομέ τοὺς δρομέᾱς
     κλητική ! δρομεῦ δρομεῖς - δρομῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δρομ1 ή δρομεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  δρομέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δρομεύς < δρόμ(ος) + -εύς

Ουσιαστικό

δρομεύς αρσενικό

  1. (αθλητισμός) δρομέας
  2. (στην Κρήτη) έφηβος
  3. άλογο κούρσας

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.