δρολάπι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δρολάπι τα δρολάπια
      γενική του δρολαπιού των δρολαπιών
    αιτιατική το δρολάπι τα δρολάπια
     κλητική δρολάπι δρολάπια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δρολάπι < (υδρο-) δρο- + λαῖλαψ[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ðɾoˈla.pi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δρολάπι

Ουσιαστικό

δρολάπι ουδέτερο

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.