δραμαμίνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δραμαμίνη οι δραμαμίνες
      γενική της δραμαμίνης των δραμαμινών
    αιτιατική τη δραμαμίνη τις δραμαμίνες
     κλητική δραμαμίνη δραμαμίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δραμαμίνη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

δραμαμίνη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.