δραγάτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δραγάτης οι δραγάτηδες
      γενική του δραγάτη των δραγάτηδων
    αιτιατική τον δραγάτη τους δραγάτηδες
     κλητική δραγάτη δραγάτηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δραγάτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δραγάτης  δείτε και  ελληνιστική κοινή δραγατεύω[1]

Ουσιαστικό

δραγάτης αρσενικό

  • αδραγάτης

Συνώνυμα

Συγγενικά

  • αδραγάτευτος / αδράγατος
  • δραγάτα
  • δραγατεύω
  • δραγάτισσα
  • δραγατσιά / δραγατσά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.