δραγάτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | δραγάτης | οι | δραγάτηδες |
| γενική | του | δραγάτη | των | δραγάτηδων |
| αιτιατική | τον | δραγάτη | τους | δραγάτηδες |
| κλητική | δραγάτη | δραγάτηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δραγάτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δραγάτης → δείτε και ελληνιστική κοινή δραγατεύω[1]
- αδραγάτης
Συγγενικά
- αδραγάτευτος / αδράγατος
- δραγάτα
- δραγατεύω
- δραγάτισσα
- δραγατσιά / δραγατσά
Μεταφράσεις
δραγάτης
|
Αναφορές
- δραγάτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- δραγάτης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.