δοῦπος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | δοῦπος | οἱ | δοῦποι |
| γενική | τοῦ | δούπου | τῶν | δούπων |
| δοτική | τῷ | δούπῳ | τοῖς | δούποις |
| αιτιατική | τὸν | δοῦπον | τοὺς | δούπους |
| κλητική ὦ! | δοῦπε | δοῦποι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δούπω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δούποιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δοῦπος < → λείπει η ετυμολογία (ηχομιμητική λέξη)
- γδουπέω
- γδοῦπος
- ἐρίγδουπος
- μασίγδουπον
Πηγές
- δοῦπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δοῦπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.