Δούκαινα

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

Δούκαινα < αρσενικό επώνυμο Δούκ(ας) + κατάληξη θηλυκού -αινα, όπως δούκαινα, θηλυκό του δούκας, δούξ < λατινική dux

Κύριο όνομα

Δούκαινα θηλυκό κλιτό  δείτε δούκαινα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.