δολερότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δολερότητα οι δολερότητες
      γενική της δολερότητας των δολεροτήτων
    αιτιατική τη δολερότητα τις δολερότητες
     κλητική δολερότητα δολερότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δολερότητα < δολερός + -ότητα

Ουσιαστικό

δολερότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.