δοθιήν
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | δοθιήν | οἱ | δοθιῆνες |
| γενική | τοῦ | δοθιῆνος | τῶν | δοθιήνων |
| δοτική | τῷ | δοθιῆνῐ | τοῖς | δοθιῆσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸν | δοθιῆνᾰ | τοὺς | δοθιῆνᾰς |
| κλητική ὦ! | δοθιήν | δοθιῆνες | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δοθιῆνε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δοθιήνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'σωλήν' όπως «σωλήν» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δοθιήν < άγνωστης ετυμολογίας [1]
Παράγωγα
- δοθιήνη
- δοθιηνικόν
- δοθιηνοειδής
Αναφορές
- «δοθιήνας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- δοθιήν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δοθιήν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.