διχογνωμοσύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διχογνωμοσύνη οι διχογνωμοσύνες
      γενική της διχογνωμοσύνης των διχογνωμοσυνών
    αιτιατική τη διχογνωμοσύνη τις διχογνωμοσύνες
     κλητική διχογνωμοσύνη διχογνωμοσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διχογνωμοσύνη < ελληνιστική κοινή διχογνωμοσύνη

Ουσιαστικό

διχογνωμοσύνη θηλυκό

Μεταφράσεις

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: διχογνωμία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.