διφωνία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διφωνία οι διφωνίες
      γενική της διφωνίας των διφωνιών
    αιτιατική τη διφωνία τις διφωνίες
     κλητική διφωνία διφωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διφωνία < δίφωνος + -ία < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Zweistimmigkeit. Αναλύεται σε (δις) δι- + φων(ή) + -ία

Ουσιαστικό

διφωνία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.