διπλοπαρκάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διπλοπαρκάρω < διπλο- + παρκάρω

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.plo.parˈka.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διπλοπαρκάρω

Ρήμα

διπλοπαρκάρω, αόρ.: διπλοπαρκάρισα/διπλοπάρκαρα, παθ.φωνή: διπλοπαρκάρομαι, π.αόρ.: διπλοπαρκαρίστηκα, μτχ.π.π.: διπλοπαρκαρισμένος

Παράγωγα

  • διπλοπαρκάρισμα (διπλοστάθμευση)
  • διπλοπαρκαρισμένος (διπλοσταθμευμένος)

Κλίση

  • Δεύτεροι τύποι του αορίστου όπως ο παρατατικός: διπλοπάρκαρα
  • Δεύτερος εξαρτημένος τύπος: διπλοπαρκάρω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.