διπλασιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διπλασιάζω < αρχαία ελληνική διπλασιάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.pla.siˈa.zo/

Ρήμα

διπλασιάζω, πρτ.: διπλασίαζα, στ.μέλλ.: θα διπλασιάσω, αόρ.: διπλασίασα, παθ.φωνή: διπλασιάζομαι, μτχ.π.π.: διπλασιασμένος

  • αυξάνω κάτι ώστε να γίνει μεγαλύτερο ή περισσότερο κατά δύο φορές, το κάνω διπλάσιο
διπλασίασε τα κέρδη του με αυτή την επένδυση

Συγγενικά

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διπλασιάζω < διπλάσιος

Ρήμα

διπλασιάζω

  1. διπλασιάζω
  2. (αμετάβατο) έχω ή παίρνω τη διπλάσια αξία ή μέγεθος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.