διπλασιάζομαι
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
διπλασιάζομαι
<
δι-
+
-πλασιάζομαι
Ρήμα
διπλασιάζομαι
αυξάνομαι
κατά δύο φορές, γίνομαι
διπλάσιος
διπλασιάστηκε
ο μισθός μου
Συγγενικά
διπλάσια
διπλασιάζω
διπλασιασμός
διπλάσιος
Μεταφράσεις
διπλασιάζομαι
πολωνικά
:
podwajać się
(pl)
ρωσικά
:
удваиваться
(ru)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.