διορυχή
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
διορυχή θηλυκό
- η ενέργεια του διορύττω, το άνοιγμα καναλιού, αυλακιού, διώρυγας, το σκάψιμο ανάμεσα σε άλλα, δια μέσου άλλων
- το να υποσκάπτει κάποιος (π.χ. τα θεμέλια των νόμων, της δημοκρατίας)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.