διορυχή

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διορυχή < από το διόρυγμα ή απ' ευθείας από το διορύσσω και στην Αττική διoρύττω

Ουσιαστικό

διορυχή θηλυκό

  1. η ενέργεια του διορύττω, το άνοιγμα καναλιού, αυλακιού, διώρυγας, το σκάψιμο ανάμεσα σε άλλα, δια μέσου άλλων
  2. το να υποσκάπτει κάποιος (π.χ. τα θεμέλια των νόμων, της δημοκρατίας)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.