διομολόγησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διομολόγησῐς | αἱ | διομολογήσεις | ||||
| γενική | τῆς | διομολογήσεως | τῶν | διομολογήσεων | ||||
| δοτική | τῇ | διομολογήσει | ταῖς | διομολογήσεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | διομολόγησῐν | τὰς | διομολογήσεις | ||||
| κλητική ὦ! | διομολόγησῐ | διομολογήσεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διομολογήσει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | διομολογησέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- διομολόγησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διομολογέω / διομολογῶ < δι- (δια-) + ὁμολογέω), διομολογη- + -σις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: διομολόγηση
Ουσιαστικό
διομολόγησις, -εως θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) η σύμβαση, η συμφωνία
- άλλες μορφές: διομολογία
Πηγές
- διομολόγησις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διομολόγησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.