διεπιφάνεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διεπιφάνεια οι διεπιφάνειες
      γενική της διεπιφάνειας των διεπιφανειών
    αιτιατική τη διεπιφάνεια τις διεπιφάνειες
     κλητική διεπιφάνεια διεπιφάνειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διεπιφάνεια < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

διεπιφάνεια θηλυκό

  • η λεπτή επιφάνεια (συνήθως διαφανής) που χωρίζει μια οντότητα από το περιβάλλον της ή δύο οντότητες μεταξύ τους
    η διεπιφάνεια των σχέσεων μεταξύ υπηρεσίας και πολιτών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.