διεκτραγώδηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διεκτραγώδηση οι διεκτραγωδήσεις
      γενική της διεκτραγώδησης* των διεκτραγωδήσεων
    αιτιατική τη διεκτραγώδηση τις διεκτραγωδήσεις
     κλητική διεκτραγώδηση διεκτραγωδήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διεκτραγωδήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διεκτραγώδηση < διεκτραγωδώ + -ση

Ουσιαστικό

διεκτραγώδηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.