διδασκάλιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ διδασκάλιον τὰ διδασκάλι
      γενική τοῦ διδασκαλίου τῶν διδασκαλίων
      δοτική τῷ διδασκαλί τοῖς διδασκαλίοις
    αιτιατική τὸ διδασκάλιον τὰ διδασκάλι
     κλητική ! διδασκάλιον διδασκάλι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διδασκαλίω
γεν-δοτ τοῖν  διδασκαλίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διδασκάλιον < διδάσκαλος + -ιον < διδάσκω

Ουσιαστικό

διδασκάλιον ουδέτερο

  1. καθετί που διδάσκεται (επιστήμη, τέχνη κ.ά.)
  2. μάθημα
  3. (ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό) διδασκάλια: δίδακτρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.