διασκεδαστήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | διασκεδαστήριο | τα | διασκεδαστήρια |
| γενική | του | διασκεδαστήριου | των | διασκεδαστήριων |
| αιτιατική | το | διασκεδαστήριο | τα | διασκεδαστήρια |
| κλητική | διασκεδαστήριο | διασκεδαστήρια | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διασκεδαστήριο < διασκεδάζω + -τήριο
Μεταφράσεις
διασκεδαστήριο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.