διασημότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διασημότητα οι διασημότητες
      γενική της διασημότητας των διασημοτήτων
    αιτιατική τη διασημότητα τις διασημότητες
     κλητική διασημότητα διασημότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διασημότητα < διάσημος

Ουσιαστικό

διασημότητα θηλυκό

  1. διάσημο πρόσωπο
  2. το να είναι κανείς διάσημος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.