διασημότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διασημότητα | οι | διασημότητες |
| γενική | της | διασημότητας | των | διασημοτήτων |
| αιτιατική | τη | διασημότητα | τις | διασημότητες |
| κλητική | διασημότητα | διασημότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διασημότητα < διάσημος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.