διαπυούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαπυούμαι < ελληνιστική κοινή διαπυόομαι / διαπυοῦμαι, παθητική φωνή του ρήματος διαπυόω / διαπυῶ < αρχαία ελληνική πυόω < πύον

Ρήμα

διαπυούμαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.