διαποίκιλση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διαποίκιλση | οι | διαποικίλσεις |
| γενική | της | διαποίκιλσης* | των | διαποικίλσεων |
| αιτιατική | τη | διαποίκιλση | τις | διαποικίλσεις |
| κλητική | διαποίκιλση | διαποικίλσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διαποικίλσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
διαποίκιλση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαποικίλλω (κάνω ποίκιλση, ποικίλματα)
- (μουσική) ποίκιλση μιας μουσικής φράσης κατά την εκτέλεση, συνήθως με αυτοσχεδιασμό
- (γενικότερα) ποίκιλση, διακόσμηση σε όλη την έκτασή τους, μοτίβων, θεμάτων, συμπεριφορών, ιδίως των επαναλαμβανόμενων
Συγγενικά
Μεταφράσεις
διαποίκιλση
|
|
Αναφορές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.