διαπασών

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διαπασών < αρχαία ελληνική διαπασῶν

Ουσιαστικό

διαπασών θηλυκό άκλιτο

  1. (μουσική) η οκτάβα, η ογδόη, το μουσικό διάστημα μιας κλίμακας
  2. οξύτατος τόνος ανθρώπινης φωνής ή οργάνου
    έβαλε το ραδιόφωνο στη διαπασών

Ουσιαστικό

το διαπασών (2)

διαπασών ουδέτερο άκλιτο

  1. (μουσική) μικρό μουσικό όργανο με επικρουστικό γλωσσίδι που χρησιμοποιούν οι μουσικοί για να παράγουν κανονικούς φθόγγους και κυρίως το λα
  2. (μουσική) μικρό μουσικό όργανο με δύο παράλληλους μεταλλικούς βραχίονες που σχηματίζουν πέταλο, του οποίου οι δονήσεις παράγουν ήχο ορισμένου ύψους και χρησιμεύει κυρίως για να δοθεί ο τόνος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.