ογδόη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ογδόη: κλιτικός τύπος (λόγιο) < αρχαία ελληνική ὀγδόη θηλυκό του ὄγδοος (όγδοος)

Ουσιαστικό

ογδόη θηλυκό

  • παλιότερη, λόγια μορφή του όγδοη
    1. (παρωχημένο, εκπαίδευση) η τελευταία τάξη του (οχτατάξιου) Γυμνάσιου
    2. (μουσική) το διάστημα της οκτάβας

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ογδόη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.