διανοούμενη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διανοούμενη οι διανοούμενες
      γενική της διανοούμενης των διανοούμενων
& διανοουμένων
    αιτιατική τη διανοούμενη τις διανοούμενες
     κλητική διανοούμενη διανοούμενες
Δείτε και διανοουμένη.
Επίσης, την κλίση της θηλυκής μετοχής στο διανοούμενος.
Κατηγορία όπως «διανοούμενη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διανοούμενη < διανοούμενος +

Ουσιαστικό

διανοούμενη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.