διαμελιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διαμελιστής | οι | διαμελιστές |
| γενική | του | διαμελιστή | των | διαμελιστών |
| αιτιατική | τον | διαμελιστή | τους | διαμελιστές |
| κλητική | διαμελιστή | διαμελιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
διαμελιστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.