διαμέλιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαμέλιση οι διαμελίσεις
      γενική της διαμέλισης* των διαμελίσεων
    αιτιατική τη διαμέλιση τις διαμελίσεις
     κλητική διαμέλιση διαμελίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαμελίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαμέλιση < διαμελίζω + -ση

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯aˈme.li.si/ & /ðʝaˈme.li.si/

Ουσιαστικό

διαμέλιση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • «διμελσιμός, (διαμέλιση)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.