διακριτικότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διακριτικότης | αἱ | διακριτικότητες | ||||
| γενική | τῆς | διακριτικότητος | τῶν | διακριτικοτήτων | ||||
| δοτική | τῇ | διακριτικότητῐ | ταῖς | διακριτικότησῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | διακριτικότητᾰ | τὰς | διακριτικότητᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | διακριτικότης | διακριτικότητες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διακριτικότητε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | διακριτικοτήτοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- διακριτικότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διακριτικό(ς) + -της
Πηγές
- διακριτικότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.