διαδέχομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαδέχομαι < αρχαία ελληνική διαδέχομαι < διά + δέχομαι
Ρήμα
διαδέχομαι (αποθετικό ρήμα)
- αναλαμβάνω το αξίωμα που πριν κατείχε κάποιος άλλος
- μετά τη δολοφονία του βασιλιά Γεωργίου Α΄ τον διαδέχτηκε στο θρόνο ο γιος του Κωνσταντίνος
- παίρνω τη θέση αυτού που πριν κατείχε κάτι άλλο ή κάποιος άλλος
Συγγενικά
- αλληλοδιαδεχόμενοι
- αλληλοδιάδοχα
- αλληλοδιαδοχή
- αλληλοδιάδοχος
- αλληλοδιαδόχως
- διαδοχή
- διάδοχος
- διαδοχικά
- διαδοχικός
- διαδοχικότητα
- → δείτε τις λέξεις διά και δέχομαι
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαδέχομαι | διαδεχόμουν(α) | θα διαδέχομαι | να διαδέχομαι | ||
| β' ενικ. | διαδέχεσαι | διαδεχόσουν(α) | θα διαδέχεσαι | να διαδέχεσαι | (διαδέχου) | |
| γ' ενικ. | διαδέχεται | διαδεχόταν(ε) | θα διαδέχεται | να διαδέχεται | ||
| α' πληθ. | διαδεχόμαστε | διαδεχόμαστε διαδεχόμασταν |
θα διαδεχόμαστε | να διαδεχόμαστε | ||
| β' πληθ. | διαδέχεστε | διαδεχόσαστε διαδεχόσασταν |
θα διαδέχεστε | να διαδέχεστε | (διαδέχεστε) | |
| γ' πληθ. | διαδέχονται | διαδέχονταν διαδεχόντουσαν |
θα διαδέχονται | να διαδέχονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαδέχτηκα | θα διαδεχτώ | να διαδεχτώ | διαδεχτεί | ||
| β' ενικ. | διαδέχτηκες | θα διαδεχτείς | να διαδεχτείς | διαδέξου | ||
| γ' ενικ. | διαδέχτηκε | θα διαδεχτεί | να διαδεχτεί | |||
| α' πληθ. | διαδεχτήκαμε | θα διαδεχτούμε | να διαδεχτούμε | |||
| β' πληθ. | διαδεχτήκατε | θα διαδεχτείτε | να διαδεχτείτε | διαδεχτείτε | ||
| γ' πληθ. | διαδέχτηκαν διαδεχτήκαν(ε) |
θα διαδεχτούν(ε) | να διαδεχτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διαδεχτεί | είχα διαδεχτεί | θα έχω διαδεχτεί | να έχω διαδεχτεί | διαδεγμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διαδεχτεί | είχες διαδεχτεί | θα έχεις διαδεχτεί | να έχεις διαδεχτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διαδεχτεί | είχε διαδεχτεί | θα έχει διαδεχτεί | να έχει διαδεχτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαδεχτεί | είχαμε διαδεχτεί | θα έχουμε διαδεχτεί | να έχουμε διαδεχτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διαδεχτεί | είχατε διαδεχτεί | θα έχετε διαδεχτεί | να έχετε διαδεχτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαδεχτεί | είχαν διαδεχτεί | θα έχουν διαδεχτεί | να έχουν διαδεχτεί | ||
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- διαδέχομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
διαδέχομαι
- παίρνω κάτι που είχε πριν άλλος
- (με δοτική) διαδέχομαι (κάποιον)
- κληρονομώ
- ανακουφίζω και ανακουφίζομαι ταυτόχρονα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.