αλληλοδιαδοχή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλληλοδιαδοχή οι αλληλοδιαδοχές
      γενική της αλληλοδιαδοχής των αλληλοδιαδοχών
    αιτιατική την αλληλοδιαδοχή τις αλληλοδιαδοχές
     κλητική αλληλοδιαδοχή αλληλοδιαδοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλληλοδιαδοχή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αλληλοδιαδοχή θηλυκό


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.