διάσωσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάσωσῐς αἱ διασώσεις
      γενική τῆς διασώσεως τῶν διασώσεων
      δοτική τῇ διασώσει ταῖς διασώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάσωσῐν τὰς διασώσεις
     κλητική ! διάσωσῐ διασώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διασώσει
γεν-δοτ τοῖν  διασωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάσωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διασῴ(ζω) + -σις

Ουσιαστικό

διάσωσις, -εως θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.