διασώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

διασώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διασώζω
  2. θα διασώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διασώζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

διασώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διάσωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.