διάπραξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διάπραξῐς | αἱ | διαπράξεις |
| γενική | τῆς | διαπράξεως | τῶν | διαπράξεων |
| δοτική | τῇ | διαπράξει | ταῖς | διαπράξεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | διάπραξῐν | τὰς | διαπράξεις |
| κλητική ὦ! | διάπραξῐ | διαπράξεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαπράξει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διαπραξέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- διάπραξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.