διάνοιξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διάνοιξῐς | αἱ | διανοίξεις | ||||
| γενική | τῆς | διανοίξεως | τῶν | διανοίξεων | ||||
| δοτική | τῇ | διανοίξει | ταῖς | διανοίξεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | διάνοιξῐν | τὰς | διανοίξεις | ||||
| κλητική ὦ! | διάνοιξῐ | διανοίξεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διανοίξει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | διανοιξέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- διάνοιξις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διανοίγω, διανοιγ- + -σις > -ξις
Πηγές
- διάνοιξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.