διανοίξεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

διανοίξεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διανοίγω
  2. θα διανοίξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διανοίγω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

διανοίξεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διάνοιξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.